- λεκίς
- λεκίς, -ίδος, ἡ (Α) [λέκος]μικρό πιάτο, πιατάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεκίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκίδα — λεκίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκίδων — λεκίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
лоно — укр. лоно, лонє грудь , блр. лонi мн., ж. пригоршня, охапка , ст. слав. лоно κόλπος (Супр.), болг. лоно, чеш. lůnо лоно , слвц. lоnо, польск. ɫоnо лоно, колени, грудь , стар. половые органы , ɫonisty вздутый, выпуклый, складчатый , в. луж., н.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λεκιδέα — η βοτ. γένος λειχήνων με φλοιώδη θαλλό το οποίο ανήκει στην τάξη λεκανορώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecidea < λεκίς, ίδος < λέκος «πιάτο»] … Dictionary of Greek
πηλινολεκίς — ίδος, ἡ Α πήλινο μικρό πιάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήλινος + λεκίς (< λέκος «αγγείο»)] … Dictionary of Greek
el-8, elē̆ i-, lē̆ i- — el 8, elē̆ i , lē̆ i English meaning: to bow, bend; elbow, *rainbow Deutsche Übersetzung: “biegen” Material: A. Here names position themselves at first for “elbow” and “ulna, ell”: Gk. ὠλένη “elbow”, ὠλήν, ένος ds.; ὠλέκρᾱνον… … Proto-Indo-European etymological dictionary